ῥίπα

ῥίπα
ῥί̱πᾱ , ῥῖπος
mat
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥιπᾷ — ῥῑπᾷ , ῥιπή swing fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖπα — ῥίψ plaited work fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

  • Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”